- ἀραιόστημος
- ἀραιό-στημος, mit lockerem Faden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μανόστημος — μανόστημος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτό στημόνι, ο λεπτά υφασμένος («μανόστημοι πέπλοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + στημος (< στήμων), πρβλ. αραιόστημος, πολύ στημος] … Dictionary of Greek